Ο πολύγλωσσος θησαυρός του EU-OSHA για την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία απαριθμεί λέξεις ομαδοποιημένες ιεραρχικά. Περιλαμβάνει συνώνυμα και αντώνυμα των εν λόγω λέξεων και ορισμένους ορισμούς.

Μεταφόρτωση
Info Τηλεφορτώστε την πλήρη έκδοση με τους όρους του θησαυρού του EU-OSHA σε μορφή Excel. Επιλέξτε τη γλώσσα από το τετράγωνο.

EU-OSHA thesaurus

Back to list of terms

62147F

Info -

ορμονικός διαταράκτης

Definition:

χημική ουσία που μπορεί να επηρεάσει ενδοκρινικά ή ορμονικά συστήματα σε ορισμένες δόσεις και να προκαλέσει καρκινικούς όγκους, γενετικές ανωμαλίες ή άλλες αναπτυξιακές διαταραχές

Context: Info
Context:

Ολοένα και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι ορισμένες βιομηχανικές χημικές ουσίες, γνωστές ως ενδοκρινικοί διαταράκτες (EDC) ή ορμονικοί διαταράκτες, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους εργαζομένους και να επηρεάσουν τους απογόνους τους, ιδίως εάν η έκθεση συμβεί κατά τη διάρκεια της εμβρυακής ανάπτυξης.

Term reference

Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, Νέοι κίνδυνοι και τάσεις σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία των γυναικών στην εργασία, URL: https://www.google.lu/search?ei=EpvIW_TfKIXQwQKbkbfIDg&q=%22%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF+%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CF%84%CE%B5%CF%82%22%2C+europa.eu&oq=%22%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%C… [16.10.2018]

Translations

  • Български: нарушител на хормоналните функции
  • Čeština: endokrinní distuptor
  • Dansk: hormonforstyrrende stof
  • Deutsch: endokriner Disrupter
  • Ελληνικά: ορμονικός διαταράκτης
  • English: hormone disruptor
  • Español: alterador endocrino
  • Eesti: endokriinfunktsiooni kahjustav kemikaal
  • Suomi: hormonitoimintaa häiritsevä aine
  • Français: perturbateur endocrinien
  • Hrvatski: hormonski disruptor
  • Magyar: endokrin diszruptor
  • Íslenska: hormónatruflari
  • Italiano: interferente endocrino
  • Lietuvių: endokrininę sistemą ardanti medžiaga
  • Latviešu: hormonus ietekmējoša viela
  • Malti: interferent ormonali
  • Nederlands: hormoonverstorende stof
  • Norsk: hormonforstyrrende stoffer
  • Polski: substancja zaburzająca funkcjonowanie układu hormonalnego
  • Português: desregulador hormonal
  • Română: perturbator endocrin
  • Slovenčina: endokrinný disruptor
  • Slovenščina: hormonski motilec
  • Svenska: hormonstörande ämne