Ο πολύγλωσσος θησαυρός του EU-OSHA για την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία απαριθμεί λέξεις ομαδοποιημένες ιεραρχικά. Περιλαμβάνει συνώνυμα και αντώνυμα των εν λόγω λέξεων και ορισμένους ορισμούς.

Μεταφόρτωση InfoΤηλεφορτώστε την πλήρη έκδοση με τους όρους του θησαυρού του EU-OSHA σε μορφή Excel. Επιλέξτε τη γλώσσα από το τετράγωνο. Български Čeština Dansk Deutsch Eesti Ελληνικά English Español Français Hrvatski Íslenska Italiano Latviešu Lietuvių Magyar Malti Nederlands Norsk Polski Português Română Slovenčina Slovenščina Suomi Svenska Download now

EU-OSHA thesaurus

Back to list of terms

62169E

Info -

διαταραχή μετατραυματικού άγχους

Definition:

διαταραχή σχετιζόμενη με τον τραυματισμό και το άγχος, η οποία θεωρείται επίσης διαταραχή άγχους που προκύπτει ως καθυστερημένη και παρατεταμένη αντίδραση στην εμπειρία ή τη μαρτυρία ενός τραυματικού γεγονότος που περιλαμβάνει πραγματικό ή απειλούμενο θάνατο, σοβαρό τραυματισμό ή σεξουαλική βία προς το ίδιο το πρόσωπο ή προς άλλους

Context: Info
Context:

ΙΕ. | λαμβάνοντας υπόψη ότι η επισφαλής απασχόληση έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην επαγγελματική υγεία και ασφάλεια και υπονομεύει τις υφιστάμενες δομές υγείας και ασφάλειας στην εργασία· λαμβάνοντας υπόψη ότι η επισφαλής εργασία μπορεί να αποκλείει εργαζόμενους από κατάρτιση και πρόσβαση σε υπηρεσίες ΑΥΕ, συνδέεται δε με πνευματική καταπόνηση λόγω της ανασφάλειας της θέσης εργασίας 

Term reference

EU-OSHA National Focal Point expert, 02/2020

Translations

  • Български: посттравматично стресово разстройство
  • Čeština: posttraumatická stresová porucha
  • Dansk: posttraumatisk stresssyndrom
  • Deutsch: posttraumatische Belastungsstörung
  • Ελληνικά: διαταραχή μετατραυματικού άγχους
  • English: post-traumatic stress disorder
  • Español: trastorno de estrés postraumático
  • Eesti: traumajärgne stressihäire
  • Suomi: traumaperäinen stressihäiriö
  • Français: trouble de stress post-traumatique
  • Hrvatski: post-traumatic stress disorder
  • Magyar: poszttraumás stressz zavar
  • Íslenska: áfallastreituröskun
  • Italiano: disturbo da stress di carattere post-traumatico
  • Lietuvių: potrauminio streso sutrikimas
  • Latviešu: posttraumatiskais stresa sindroms
  • Malti: post-traumatic stress disorder
  • Dutch: posttraumatische stress-stoornis
  • Norwegian: posttraumatisk stresslidelse
  • Polski: zespół stresu pourazowego
  • Português: stresse pós-traumático
  • Română: tulburarea de stres posttraumatic
  • Slovenčina: posttraumatická stresová porucha
  • Slovenščina: posttravmatska stresna motnja
  • Svenska: posttraumatiskt stress-syndrom